Έχει ειπωθεί πολλές φορές και από πολλά διαφορετικά στόματα, από επιστήμονες, ειδικούς εμπειρογνώμονες, παραγωγούς, ακόμα και από την Agrenda σε κατά καιρούς άρθρα της: η Θεσσαλία έχει όλα τα φόντα να γίνει μία νέα Ιεράπετρα, εφάμιλλη ή και ανώτερη της τελευταίας ως προς το θερμοκηπιακό της δυναμικό.
Ο θεσσαλικός κάμπος, ευλογημένος από τη φύση, διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να αποτελέσει μία ηγεμονική ζώνη θερμοκηπιακών καλλιεργειών, με στάνταρ ποιότητας και απόδοσης υψηλότερα και από αυτά φημισμένων περιοχών του εξωτερικού, όπως του ισπανικού νότου.
Αφενός, πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι ένα μεγάλο τμήμα της αγροτικής παραγωγής της χώρας μας παράγεται στη Θεσσαλία (15% επί του συνολικού ΑΕΠ από την πρωτογενή παραγωγή, ενώ 30% του εργατικού δυναμικού εργάζεται στον πρωτογενή τομέα). Αφετέρου, παράλληλα με την πρωτογενή παραγωγή, στη Θεσσαλία έχει αναπτυχθεί μία σημαντική μεταποιητική βιομηχανία γεωργικών προϊόντων. Άλλο δεδομένο που πρέπει να έχει κανείς κατά νου αποτελεί το γεγονός ότι στη Θεσσαλία η γεωργία είναι εκτατική και καταλαμβάνει μεγάλες πεδινές εκτάσεις.
Είναι εμφανές λοιπόν πως η στροφή προς νέου τύπου καλλιέργειας θα δώσει νέα πνοή και ώθηση σε μία από τις σημαντικότερες αγροτικές περιοχές της χώρας. Η ανάπτυξη μιας νέου τύπου βιώσιμης γεωργίας, βασισμένης στην ποιότητα και την ευελιξία στις συνθήκες της αγοράς, που δεν είναι έρμαιο των κοινοτικών επιδοτήσεων και διαχειρίζεται παράλληλα αειφορικά τους φυσικούς πόρους, έχει προταθεί από πολλούς φορείς και εκπροσώπους του χώρου ως μία σωστή κατεύθυνση.
Οι νέες τεχνικές στον χώρο των θερμοκηπιακών καλλιεργειών σε μία μεγάλη περιοχή που περιμένει, κυριολεκτικά, την αξιοποίησή τους, όπως η Θεσσαλία, θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική διέξοδο στους αγρότες και να βγάλει από το τέλμα την ελληνική γεωργία. Στις επόμενες σελίδες, η Agrenda παρουσιάζει συμπεράσματα και στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε ημερίδα για τις τεχνικές ανάπτυξης των θερμοκηπίων στη Θεσσαλία που πραγματοποιήθηκε στον Αλμυρό Βόλου.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχει διαπιστωθεί και διατυπωθεί πολλάκις τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους μελετητές, ότι η Θεσσαλία, λόγω εδαφολογικών και κλιματολογικών συνθηκών, μπορεί να καταστεί, τρόπον τινά, ο «λαχανόκηπος» και «ανθόκηπος» της Ευρώπης, παράγοντας εύγευστα προϊόντα, δίνοντας διέξοδο σε χιλιάδες παραγωγούς, και ενισχύοντας τη μεταποίηση για την τυποποίηση των εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων.
Με τα νέα δεδομένα στον χώρο της τεχνολογίας και δη των θερμοκηπιακών καλλιεργειών, φαντάζει πιο εντατική ανάγκη από ποτέ να αξιοποιηθεί το μακράν αγνοημένο δυναμικό του θεσσαλικού κάμπου να μετατραπεί σε δύναμη στα κηπευτικά. Και αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό μόνον με την ανάπτυξη και επέκταση των θερμοκηπίων σε μία περιοχή που από τη μια ευνοεί αυτήν ακριβώς την εξέλιξη, από άποψης φυσικών χαρακτηριστικών, και από την άλλη χρειάζεται αυτήν την ανάπτυξη, για να χαρίσει ανάσα ζωής, τόσο οικονομική-αναπτυξιακή (διέξοδος στους ντόπιους παραγωγούς, ώθηση στην τοπική οικονομία) όσο και περιβαλλοντική (εξοικονόμηση των υδάτινων πόρων).
Καιρός λοιπόν είναι τόσο οι ίδιοι οι παραγωγοί όσο και το κράτος να ακούσουν φορείς της Θεσσαλίας, όπως το Κέντρο Έρευνας Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας (ΚΕΤΕΑΘ) το Εργαστήριο Γεωργικών Κατασκευών και Ελέγχου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το Επιμελητήριο Τρικάλων.